βάκτρευμα: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βάκτρευμα:''' -ατος, τό, [[ράβδος]], [[βακτηρία]], [[υποστήριγμα]]· <i>βακτρεύματα ποδός</i>, [[υποστήριγμα]] τοποθετούμενο στο [[πόδι]] κάποιου, σε Ευρ. | |lsmtext='''βάκτρευμα:''' -ατος, τό, [[ράβδος]], [[βακτηρία]], [[υποστήριγμα]]· <i>βακτρεύματα ποδός</i>, [[υποστήριγμα]] τοποθετούμενο στο [[πόδι]] κάποιου, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βάκτρευμα:''' ατος τό Eur. = [[βακτηρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A a staff, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός by support lent to... E.Ph.1539 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 427] τό, Stab, Stütze, plur. Eur. Phoen. 1555.
Greek (Liddell-Scott)
βάκτρευμα: τό, βακτηρία, ὑποστήριγμα, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδός, δι’ ὑποστηρίξεως παρεχομένης εἰς..., Εὐρ. Φοιν. 1539, πρβλ. 1719.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bâton, soutien, support.
Étymologie: βακτρεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
bastón fig. apoyo μ' ... βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδὸς ἐξάγαγες ἐς φῶς me has sacado a la luz haciendo de bastón para un pie ciego E.Ph.1539.
Greek Monolingual
βάκτρευμα, το (Α) βακτρεύω
στήριγμα σε βακτηρία.
Greek Monotonic
βάκτρευμα: -ατος, τό, ράβδος, βακτηρία, υποστήριγμα· βακτρεύματα ποδός, υποστήριγμα τοποθετούμενο στο πόδι κάποιου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βάκτρευμα: ατος τό Eur. = βακτηρία.