βακτρεύω
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
support as a staff, ἀλαὸν πόδα, of Antigone, Arg.metr.S.OC
Spanish (DGE)
soportar como un bastón πόδα ... πατρός de Antígona, S.OC argumen.3.1; cf. βακτηρεύω.
German (Pape)
[Seite 427] sich auf einen Stab stützen, Suid.
French (Bailly abrégé)
s'appuyer sur un bâton.
Étymologie: βάκτρον.
Greek (Liddell-Scott)
βακτρεύω: «ἀκκουμβῶ», στηρίζομαι ἐπὶ βακτηρίας, Σουΐδ.
Greek Monolingual
βακτρεύω και βακτηρεύω (Μ) βάκτρον
στηρίζομαι σε ραβδί.
Greek Monotonic
βακτρεύω: στηρίζομαι σε ράβδο, βακτηρία.