βακτρεύω
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
support as a staff, ἀλαὸν πόδα, of Antigone, Arg.metr.S.OC
Spanish (DGE)
soportar como un bastón πόδα ... πατρός de Antígona, S.OC argumen.3.1; cf. βακτηρεύω.
German (Pape)
[Seite 427] sich auf einen Stab stützen, Suid.
French (Bailly abrégé)
s'appuyer sur un bâton.
Étymologie: βάκτρον.
Greek (Liddell-Scott)
βακτρεύω: «ἀκκουμβῶ», στηρίζομαι ἐπὶ βακτηρίας, Σουΐδ.
Greek Monolingual
βακτρεύω και βακτηρεύω (Μ) βάκτρον
στηρίζομαι σε ραβδί.
Greek Monotonic
βακτρεύω: στηρίζομαι σε ράβδο, βακτηρία.