γελωτοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γελωτοποιέω:''' [[προξενώ]], [[επισύρω]] [[γέλιο]], [[ιδίως]] μέσω γελοιοτήτων, βωμολοχιών, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''γελωτοποιέω:''' [[προξενώ]], [[επισύρω]] [[γέλιο]], [[ιδίως]] μέσω γελοιοτήτων, βωμολοχιών, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γελωτοποιέω:''' возбуждать смех, смешить, острить Xen., Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γελωτοποιέω Medium diacritics: γελωτοποιέω Low diacritics: γελωτοποιέω Capitals: ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: gelōtopoiéō Transliteration B: gelōtopoieō Transliteration C: gelotopoieo Beta Code: gelwtopoie/w

English (LSJ)

   A to create, make laughter, esp.by buffoonery, X.Smp. 3.11, Pl.R.606c, Hyp.Phil.2.

German (Pape)

[Seite 480] Gelächter erregen, Spaß machen, Plat. Conv. 189 a; Xen. Conv. 3, 11 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

γελωτοποιέω: κάμνω, προξενῶ, κινῶ γέλωτα, ἰδίως ὡς γελωτοποιός, Πλάτ. Πολ. 606C, Συμπ. 3, 11.– Ρηματ. ἐπίθ. γελωτοποιητέον, Κλήμ. Ἀλ. 196.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
provoquer le rire, faire rire.
Étymologie: γελωτοποιός.

Spanish (DGE)

hacer reir con chistes o payasadas ἐπὶ τῷ γελωτοποιεῖν μέγα φρονεῖς X.Smp.3.11, cf. Mem.3.9.9, Pl.R.606c, Theopomp.Hist.283b, γελωτοποιεῖ τὸ πρᾶγμα el asunto hace reir Ar.V.argumen.1.19, cf. Nu.argumen.1.17, Hyp.Phil.2 (p.63), Plu.2.803c, κωμῳδῶν καὶ γελωτοποιῶν Luc.Bis Acc.33, cf. Prom.Es.6, Poll.9.148, Artem.1.76.

Greek Monotonic

γελωτοποιέω: προξενώ, επισύρω γέλιο, ιδίως μέσω γελοιοτήτων, βωμολοχιών, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γελωτοποιέω: возбуждать смех, смешить, острить Xen., Plat., Plut.