γραώδης: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γρᾱώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με ηλικιωμένη [[γυναίκα]], σε Στράβ., Κ.Δ.
|lsmtext='''γρᾱώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με ηλικιωμένη [[γυναίκα]], σε Στράβ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''γρᾱώδης:''' старушечий, бабий (μῦθοι NT).
}}
}}

Revision as of 18:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾱώδης Medium diacritics: γραώδης Low diacritics: γραώδης Capitals: ΓΡΑΩΔΗΣ
Transliteration A: graṓdēs Transliteration B: graōdēs Transliteration C: graodis Beta Code: graw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = γραϊκός, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255; μυθολογία Str.1.2.3; μυθάριον Cleom.2.1, cf. Iamb.VP23, 105, 1 Ep.Ti.4.7: Comp. -έστερος Gal.5.315.

German (Pape)

[Seite 506] ες, = γραϊκός, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γραώδης: -ες, (εἶδος) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de vieille femme.
Étymologie: γραῦς, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες

• Alolema(s): γραιώ- Sor.67.16
1 propio de viejas, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255, μυθολογία Str.1.2.3, μύθοι 1Ep.Ti.4.7, μυθάριον Cleom.2.1.459, Olymp.in Grg.33.3, cf. Gal.5.315, Iambl.VP 105, Olymp.Iob 42 (p.394), Hld.4.5.3, γραώδη τινὰ καὶ χαμαίζηλον ἀπαγγελίαν Lyd.Mag.3.68
συγκρίματα ref. a los pechos de mujeres viejas, Sor.l.c.
2 adv. -ῶς como viejas γ. νοεῖν Origenes Io.10.42.

English (Strong)

from graus (an old woman) and εἶδος; crone-like, i.e. silly: old wives'.

English (Thayer)

γραωδες (from γραῦς an old woman, and εἶδος), old-womanish, anile (A. V. old wives'): Strabo 1, p. 32 (p. 44, Sieben. edition); Galen; others.)

Greek Monolingual

-ες (AM γραώδης, -ες) γραύς
αυτός που μοιάζει με γριά ή αρμόζει σε αυτήν.

Greek Monotonic

γρᾱώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με ηλικιωμένη γυναίκα, σε Στράβ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱώδης: старушечий, бабий (μῦθοι NT).