βουθυσία: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουθῠσία:''' ἡ, [[θυσία]] των βοδιών, σε Ανθ.
|lsmtext='''βουθῠσία:''' ἡ, [[θυσία]] των βοδιών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουθῠσία:''' ион. βουθῠσίη ἡ тж. pl. принесение в жертву быков или коров Pind., Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουθῠσία Medium diacritics: βουθυσία Low diacritics: βουθυσία Capitals: ΒΟΥΘΥΣΙΑ
Transliteration A: bouthysía Transliteration B: bouthysia Transliteration C: vouthysia Beta Code: bouqusi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A sacrifice of oxen, IG14.830 (Puteoli), AP7.119, Porph. Abst.2.55; Ἥρας in her honour, Pi.N.10.23: in pl., Id.O.5.6, D.C. 46.40.

German (Pape)

[Seite 456] ἡ, Rinderopfer, Pind. N. 10, 23; plur., 5, 6 u. Sp., wie D. Sic. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

βουθῠσία: ἡ, ἡ θυσία βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ.2336.10., 5853.11. Ἀνθ. ΙΙ. 7.119· Ἥρας, εἰς τιμὴν τῆς Ἥρας Πινδ. Ν. 10. 42· κατὰ πληθ. , ὁ αὐτ. Ο. 5.12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sacrifice de bœufs ou de génisses.
Étymologie: βοῦς, θύω.

English (Slater)

βουθῠσία
   1 sacrifice of cattle βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (τελεῖται δὲ κατὰ τὸ Ἄργος τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν βοῦς θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. (O. 7.152) ) (N. 10.23) ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.

Spanish (DGE)

(βουθῠσία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη A.R.1.517 (proecdosis), AP 7.119

• Grafía: graf. βουθουσία IG 14.830.11 (Puteoli II d.C.)
sacrificio de ganado vacuno Ἥρας en honor de Hera Pi.N.10.23, βουθυσίην Ἑκάτοιο καταυτόθι δαινυμένοισι A.R.l.c., μολπὴ καὶ β. IStratonikeia 1.3, 8 (III a.C.), cf. INikaia 1503.13 (III d.C.)
plu. Pi.O.5.6, D.S.1.48, D.C.46.40.1.

Greek Monolingual

βουθυσία, η (Α)
η τελετή θυσίας βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θυσία.

Greek Monotonic

βουθῠσία: ἡ, θυσία των βοδιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βουθῠσία: ион. βουθῠσίη ἡ тж. pl. принесение в жертву быков или коров Pind., Plut., Anth.