δεῖνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεῖνος:''' γεν. του [[δεῖνα]], βλ. αυτ.
|lsmtext='''δεῖνος:''' γεν. του [[δεῖνα]], βλ. αυτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεῖνος:''' gen. к [[δεῖνα]].
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖνος Medium diacritics: δεῖνος Low diacritics: δείνος Capitals: ΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: deînos Transliteration B: deinos Transliteration C: deinos Beta Code: dei=nos

English (LSJ)

(A), gen. of δεῖνα (q.v.).
δεῖνος (B), ὁ,

   A = δῖνος, a name for different round vessels, Stratt. 34, Dionys.Com.5, etc.: Cyren., = ποδανιπτήρ, Philet. ap. Ath.11.467d.    II a dance, Apolloph.1.    III threshing-floor, Telesilla 7.    IV instrument for making or gilding pills, Schwyzer 182a.3 (Gortyn, v/iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 539] ὁ, v. l. für δῖνος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖνος: γεν. τοῦ δεῖνα, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

2gén. de δεῖνα.

Spanish (DGE)

v. δεῖνα, δῖνος.

Greek Monolingual

δεῑνος, ο (Α)
1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ.
2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας
3. είδος χορού
4. το αλώνι
5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του δίνος, που απαντά σε λογοπαίγνια με το δεινός].

Greek Monotonic

δεῖνος: γεν. του δεῖνα, βλ. αυτ.

Russian (Dvoretsky)

δεῖνος: gen. к δεῖνα.