διαμέλλησις: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμέλλησις:''' -εως, ἡ, [[αναβλητικότητα]], [[αργοπορία]]· <i>πολλὴ δ. φυλακῆς</i>, μακροχρόνια [[αναβολή]] μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ. | |lsmtext='''διαμέλλησις:''' -εως, ἡ, [[αναβλητικότητα]], [[αργοπορία]]· <i>πολλὴ δ. φυλακῆς</i>, μακροχρόνια [[αναβολή]] μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμέλλησις:''' εως ἡ медлительность: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A postponement, procrastination, πολλὴν δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.Fr.40.21.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.
Greek (Liddell-Scott)
διαμέλλησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνιος ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
délai, retard.
Étymologie: διαμέλλω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
posposición, retraso, demora πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros Th.5.99, cf. D.C.40.21.
Greek Monolingual
η διαμέλλησις (-εως) (Α) μέλλησις
1. αναβολή
2. επιβράδυνση.
Greek Monotonic
διαμέλλησις: -εως, ἡ, αναβλητικότητα, αργοπορία· πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνια αναβολή μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαμέλλησις: εως ἡ медлительность: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.