δίφροντις: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίφροντις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη [[σκέψη]], [[δίγνωμος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δίφροντις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη [[σκέψη]], [[δίγνωμος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίφροντις:''' ιδος adj. обуреваемый сомнениями, охваченный тревогой Aesch.
}}
}}

Revision as of 07:42, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφροντις Medium diacritics: δίφροντις Low diacritics: δίφροντις Capitals: ΔΙΦΡΟΝΤΙΣ
Transliteration A: díphrontis Transliteration B: diphrontis Transliteration C: difrontis Beta Code: di/frontis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A divided in mind, doubting, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.

Greek (Liddell-Scott)

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.

Spanish (DGE)

-ιδος, ὁ
que tiene dobles pensamientos, que duda A.Ch.196.

Greek Monolingual

δίφροντις, ο (Α)
δίγνωμος, αμφίγνωμος.

Greek Monotonic

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη σκέψη, δίγνωμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίφροντις: ιδος adj. обуреваемый сомнениями, охваченный тревогой Aesch.