δυσμορφία: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσμορφία:''' ἡ, [[δυσπλασία]] του σώματος, ασχήμια, [[παραμόρφωση]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δυσμορφία:''' ἡ, [[δυσπλασία]] του σώματος, ασχήμια, [[παραμόρφωση]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσμορφία:''' ион. [[δυσμορφίη]] ἡ безобразие, уродливость Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hdt.6.61
deformidad, fealdad ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.HP 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.BC 1.20, Basil.M.30.331B.
Greek Monolingual
η (AM δυσμορφία)
ασχήμια
νεοελλ.
κάθε παρέκκλιση του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή.
Greek Monotonic
δυσμορφία: ἡ, δυσπλασία του σώματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δυσμορφία: ион. δυσμορφίη ἡ безобразие, уродливость Her.