δωδεκάδωρος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δωδεκάδωρος:''' -ον ([[δῶρον]] II), αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[δώδεκα]] παλάμες, σε Ανθ. | |lsmtext='''δωδεκάδωρος:''' -ον ([[δῶρον]] II), αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[δώδεκα]] παλάμες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δωδεκάδωρος:''' [[δῶρον]] 3] длиной в двенадцать доров ([[κέρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².
Spanish (DGE)
-ον
de doce palmos de longitud κέρα AP 6.96 (Eryc.), ἅμαξα Sch.Hes.Op.426a.
Greek Monolingual
δωδεκάδωρος, -ον (Α)
φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών.
Greek Monotonic
δωδεκάδωρος: -ον (δῶρον II), αυτός που έχει μήκος ίσο με δώδεκα παλάμες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάδωρος: δῶρον 3] длиной в двенадцать доров (κέρα Anth.).