Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγχέλειος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(4)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχέλειος:''' -α, -ον, ο [[σχετικός]] με [[χέλι]]· [[τἀγχέλεια]] ([[κρέα]]), [[σάρκα]] χελιού, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐγχέλειος:''' -α, -ον, ο [[σχετικός]] με [[χέλι]]· [[τἀγχέλεια]] ([[κρέα]]), [[σάρκα]] χελιού, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐγχέλειος]], η, ον<br />of an eel, [[τἀγχέλεια]] (sub. κρέἀ eel's [[flesh]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:30, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 713] ον, vom Aale; τέμαχος Ath. III, 96 b; vgl. Posidipp. bei Ath. III, 87 f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’anguille ; τὸ ἐγχέλειον ou τὰ ἐγχέλεια morceau ou chair d’anguille.
Étymologie: ἔγχελυς.

Spanish (DGE)

-ον
1 de anguila τέμαχος ἐ. tajada de anguila Pherecr.50.2.
2 subst. τὸ ἐ. anguila Ar.Fr.333.7, Antiph.221.4, Theophil.4.2
plu., gastron. τὰ ἐ. tajadas de anguila ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043, τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.113.12, cf. Call.Com.6, Posidipp.15, Ath.295d, Ael.Dion.ε 6.

Greek Monolingual

ἐγχέλειος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από χέλι.

Greek Monotonic

ἐγχέλειος: -α, -ον, ο σχετικός με χέλι· τἀγχέλεια (κρέα), σάρκα χελιού, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐγχέλειος, η, ον
of an eel, τἀγχέλεια (sub. κρέἀ eel's flesh, Ar.