ἐγκαταλαμβάνω: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[καταλαμβάνω]] ένα [[μέρος]], κάνω κυκλωτική [[κίνηση]], [[σφίγγω]] τον κλοιό, σε Θουκ.· <i>ἐγκ. τινὰ ὅρκοις</i>, [[περιορίζω]], [[εξαναγκάζω]] με όρκους, σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[καταλαμβάνω]] ένα [[μέρος]], κάνω κυκλωτική [[κίνηση]], [[σφίγγω]] τον κλοιό, σε Θουκ.· <i>ἐγκ. τινὰ ὅρκοις</i>, [[περιορίζω]], [[εξαναγκάζω]] με όρκους, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκαταλαμβάνω:''' (fut. ἐγκαταλήψομαι)<br /><b class="num">1)</b> схватывать, захватывать (αἱ [[νῆες]] ἐγκαταληφθεῖσαι Thuc.; ἐγκαταλαμβανόμενοι παρέδωκαν ἑαυτούς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> связывать, обязывать (κατ᾽ ἀνάγκην ὅρκοις τινά Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> ставить в безвыходное положение, припирать к стене, т. е. изобличать (τινά Aeschin.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A catch in a place, hem in, Th.4.116; ἐ. τινὰ ὅρκοις trammel by oaths, ib.19; ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτόν Aeschin.3.60:— Pass., Th.3.33, Arist.Pr.926b31. II follow in immediate succession, παννυχὶς ἐ. ἑορτήν Aristid.Or.47(23).6, cf.26(14).84; attack immediately after, ἡ ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία [τινὰ] ἐ. Id.47(23).60.
German (Pape)
[Seite 705] (s. λαμβάνω), darin fassen, einschließen; Thuc. 4, 116; ὅρκοις 4, 19, dadurch fesseln; von Heeren, abschneiden, umzingeln, Thuc. 5, 3; – bes. pass., 3, 33 u. oft; πολλοὶ ἐγκατελήφθησαν, in der eroberten Stadt, Aesch. 2, 15; auch ἐὰν αὐτὸς ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην, 3, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 116, πρβλ. 3. 33· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, περιορίζω, ἐξαναγκάζω δι’ ὅρκων, ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτὸν Αἰσχίν. 62. 17: ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 34.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαταλήψομαι;
1 prendre dans, surprendre dans;
2 enfermer, cerner ; fig. THC obliger, astreindre qqn par des serments.
Étymologie: ἐν, καταλαμβάνω.
Spanish (DGE)
• Grafía: en pap. frec. graf. ἐνκ-
I 1c. ac. de pers. coger, capturar, apoderarse de ὅσους ἐγκατέλαβε διέφθειρεν Th.4.116, τὸν υἱὸν ἐγκαταλαβὼν ἀπέσφαξε Plu.Mar.35, cf. Pomp.29, I.AI 18.370, en v. pas., de las naves enemigas, Th.3.33, ἐγκαταληφθεὶς καὶ πολλὰ τραύματα λαβὼν ἀπέθανεν X.HG 6.4.32, οἱ δὲ τῶν ἐλεφάντων ἡγεμόνες ἐγκαταλαμβανόμενοι Plu.Pyrrh.26, ἐν αὐταῖς (οἰκίαις) ἐγκαταλαμβανόμενοι Arr.An.6.7.6, ἔθανον λοιμοῦ ν[έ] φει ἐγκαταληφθείς MAMA 9.79 (II d.C.), ὑπὸ τῶν ἱππέων D.C.40.22.3, cf. 39.61.2.
2 medic., de fluidos corporales, etc., en v. pas. ser retenido, ser bloqueado ἐγκαταλαμβανόμενοι (ἰχῶρες) Hp.Epid.2.1.1, cf. Arist.Pr.926b31, Gal.5.117
•ser obstruido ἐγκαταλαμβανομένων δὲ τῶν διόδων ὑπὸ τοῦ πώρου Hp.Oss.13.
II fig.
1 comprometer, obligar ὅρκοις ἐγκαταλαμβάνειν comprometer mediante juramentos (al enemigo), Th.4.19, ἐὰν ... ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην Aeschin.3.60.
2 retener, distraer la atención en v. pas. τοῦ μὴ συνεχῶς ἐγκαταλαμβάνεσθαι τοῖς ἀπηγορευμένοις Basil.M.31.956A.
3 sobrevenir, seguir inmediatamente detrás c. ac. ἄκοντες ... ἀλλήλους ἐγκαταλαμβάνουσι lanzas que caían (como lluvia) unas tras otras Aristid.Or.26.84, παννυχὶς ἐγκατειλήφει τὴν ... ἑορτήν Aristid.Or.47.6, c. giro prep. ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία ἐγκατέλαβε Aristid.Or.47.60, sin rég. πρὶν καθαρῶς τὸ πρῶτον κῦμα ... ῥαγῆναι τὸ δεύτερον ἐγκαταλαμβάνει Lib.Or.59.130.
III venir a visitar ἐὰν ῥᾷον ἔχῃς ἐνκατάλαβε ἡμᾶς si estás mejor, ven a nosotros, PMich.624.7 (VI d.C.), cf. quizá PVarsov.28.6 (VI d.C.).
Greek Monolingual
ἐγκαταλαμβάνω (Α)
1. περικυκλώνω
2. συλλαμβάνω, πιάνω
3. περιορίζω με όρκο
4. ακολουθώ με άμεση διαδοχή
5. προσβάλλω αμέσως μετά.
Greek Monotonic
ἐγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ένα μέρος, κάνω κυκλωτική κίνηση, σφίγγω τον κλοιό, σε Θουκ.· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, περιορίζω, εξαναγκάζω με όρκους, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταλαμβάνω: (fut. ἐγκαταλήψομαι)
1) схватывать, захватывать (αἱ νῆες ἐγκαταληφθεῖσαι Thuc.; ἐγκαταλαμβανόμενοι παρέδωκαν ἑαυτούς Plut.);
2) связывать, обязывать (κατ᾽ ἀνάγκην ὅρκοις τινά Thuc.);
3) ставить в безвыходное положение, припирать к стене, т. е. изобличать (τινά Aeschin.).