εἰλυφάζω: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰλῡφάζω:''' [[εἰλύω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[κυλώ]] κατά [[μήκος]] του δρόμου (μτβ.), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., περιστρέφομαι ή περιδινίζομαι γύρω από ένα πυρσό, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''εἰλῡφάζω:''' [[εἰλύω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[κυλώ]] κατά [[μήκος]] του δρόμου (μτβ.), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., περιστρέφομαι ή περιδινίζομαι γύρω από ένα πυρσό, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰλῡφάζω:''' <b class="num">1)</b> вертеть, вращать, крутить ([[ἄνεμος]] φλόγα εἰλυφάζει Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вращаться, кружиться (ἀπὸ δαΐδων [[σέλας]] εἰλύφαζε Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A = εἰλύω, only pres. and impf., roll along, ἄνεμος φλόγα Il.20.492. II intr., roll or whirl about, of a blazing torch, Hes. Sc.275.
German (Pape)
[Seite 729] = εἰλύω, 1) ἄνεμος φλόγα, daherwälzen, wirbeln, Il. 20, 492. – 2) intrans., daherrollen, von aufwirbelndem Fackelschein, Hes. Sc. 275.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλῡφάζω: εἰλύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., συστρέφω, ἄνεμος φλόγα Ἰλ. Υ. 492. ΙΙ. ἀμετάβ., εἰλύομαι, συστρέφομαι, περιδινοῦμαι, ἐπὶ τῆς φλογὸς πυρσοῦ, Ἡσ. Ἀσπ. 275.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. εἰλύφαζον;
faire tournoyer, acc..
Étymologie: εἰλυφάω.
Spanish (DGE)
(εἰλῡφάζω) I tr.
1 llevar haciendo círculos, mover a un lado y otro ὡς ... πῦρ ... πάντῃ τε κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Il.20.492, cf. Hes.Fr.406.
2 seguir la huellas, rastrear Hsch.
II intr. moverse en espiral ἀπ' αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε χερσὶν ἐνὶ δμῳῶν Hes.Sc.275
•tb. en v. med. Hsch.s.u. εἰλυφάζετο.
Greek Monolingual
εἰλυφάζω και εἰλυφῶ (-άω) (Α)
1. συστρέφω
2. συστρέφομαι, στριφογυρίζω.
Greek Monotonic
εἰλῡφάζω: εἰλύω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κυλώ κατά μήκος του δρόμου (μτβ.), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., περιστρέφομαι ή περιδινίζομαι γύρω από ένα πυρσό, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰλῡφάζω: 1) вертеть, вращать, крутить (ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Hom.);
2) вращаться, кружиться (ἀπὸ δαΐδων σέλας εἰλύφαζε Hes.).