ἐπάγερσις: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπάγερσις:''' -εως, ἡ, [[συνάθροιση]] στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπάγερσις:''' -εως, ἡ, [[συνάθροιση]] στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάγερσις:''' εως ἡ собирание, сбор, набор (τοῦ στρατοῦ Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.
Greek Monolingual
ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροιση στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάγερσις: εως ἡ собирание, сбор, набор (τοῦ στρατοῦ Her.).