ἐπέξοδος: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπέξοδος:''' ἡ, [[έξοδος]], [[πορεία]] [[εναντίον]] του εχθρού, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπέξοδος:''' ἡ, [[έξοδος]], [[πορεία]] [[εναντίον]] του εχθρού, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπέξοδος:''' ἡ воен. выступление (против неприятеля), поход Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A march out against an enemy, ἐ. ποιήσασθαι πρός τινα Th.5.8; sortie, Aen. Tact. 23.1 (pl.), D.C.39.4. II attack for the purpose of revenge, Nic. Dam.130.17 J., Ph.2.314; for punishment, Id.1.283.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, das Ausrücken gegen den Feind, Thuc. 5, 8 u. Sp., wie D. Cass. 39, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέξοδος: ἡ, ἔξοδος ἢ πορεία ἐναντίον ἐχθροῦ, πρός τινα Θουκ. 5. 8. ΙΙ. ἐκδίκησις, τιμωρία, Φίλων 2. 314.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
action de marcher à l’ennemi.
Étymologie: ἐπί, ἔξοδος.
Greek Monolingual
ἐπέξοδος, η (Α) έξοδος
1. έξοδος ή πορεία εναντίον του εχθρού
2. τιμωρία.
Greek Monotonic
ἐπέξοδος: ἡ, έξοδος, πορεία εναντίον του εχθρού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέξοδος: ἡ воен. выступление (против неприятеля), поход Thuc.