ἐπιδιαγιγνώσκω: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιδιαγιγνώσκω:''' Ιων. -γῑνώσκω, [[σκέπτομαι]] από την [[αρχή]], [[κρίνω]] εκ νέου, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπιδιαγιγνώσκω:''' Ιων. -γῑνώσκω, [[σκέπτομαι]] από την [[αρχή]], [[κρίνω]] εκ νέου, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδιαγιγνώσκω:''' ион. ἐπιδιαγῑνώσκω вновь рассматривать, снова обсуждать (τι Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion.ἐπιδια-γῑνώσκω,
A consider afresh, Hdt.1.133.
German (Pape)
[Seite 937] (s. γιγνώσκω), hernach, wieder betrachten, überlegen, Her. 1, 133, dem προβουλεύεσθαι entgegenstehend.
French (Bailly abrégé)
examiner ou discuter de nouveau.
Étymologie: ἐπί, διαγιγνώσκω.
Greek Monotonic
ἐπιδιαγιγνώσκω: Ιων. -γῑνώσκω, σκέπτομαι από την αρχή, κρίνω εκ νέου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαγιγνώσκω: ион. ἐπιδιαγῑνώσκω вновь рассматривать, снова обсуждать (τι Her.).