ἐπικλάω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[λυγίζω]] προς ή [[επιπλέον]] — Παθ., [[λυγίζομαι]] στα [[δύο]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], <i>τινα</i>, σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ</i>, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το [[θάρρος]] μου, σε Θουκ.· [[αλλά]] επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπικλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[λυγίζω]] προς ή [[επιπλέον]] — Παθ., [[λυγίζομαι]] στα [[δύο]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], <i>τινα</i>, σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ</i>, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το [[θάρρος]] μου, σε Θουκ.· [[αλλά]] επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικλάω:''' <b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> ломать, разбивать: [[ἦχος]] τοῦ [[ὕδατος]] ἐπικλωμένου Luc. шум разбивающейся воды;<br /><b class="num">2)</b> гнуть, сгибать: ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα Luc. с согнутой шеей; ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸ [[ἄνω]] ἐπικεκλασμένη Luc. закинутая вокруг головы правая рука;<br /><b class="num">3)</b> перен. склонять, смягчать (ἐπικλῶσα [[γλυκυθυμία]] Plut.): ἐ. τινα Plut. внушить сожаление кому-л., разжалобить кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> перен. надламывать, лишать мужества, расслаблять: ἐπικλασθῆναι (τῇ γνώμῃ) Thuc. утратить мужество, пасть духом, но тж. быть растроганным; τὸ ἐπικεκλασμένον Luc. изнеженность, отсутствие мужества.<br /><b class="num">II</b> Arph. = [[ἐπικλαίω]].
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλάω Medium diacritics: ἐπικλάω Low diacritics: επικλάω Capitals: ΕΠΙΚΛΑΩ
Transliteration A: epikláō Transliteration B: epiklaō Transliteration C: epiklao Beta Code: e)pikla/w

English (LSJ)

   A bend, in lit. sense only Pass., bend double, ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc.DDeor.11.2; ἐπικεκλ. τὸν αὐχένα Id.Rh.Pr.11; ὕδωρ ἐπικλώμενον broken water, Id.Tox.20; ἐπ' ἀλλήλων -κλωμένων τῶν κυμάτων Alciphr.1.1; also, to be bruised, Paul.Aeg.6.117.    II. metaph., move to pity, Plu.Per.37; ἐ. τινὰ εἰς ὀ̄ικτον Ael.NA10.36:—Pass., Th.3.67; ἐ. τῇ γνώμῃ ib.59; ὑπ' εὐνοίης Hp.Ep.13; πρὸς ὀ̄ικτον Jul.Or.2.90d.    2. shake the resolution of, τινά Plu.Oth.15:—Pass., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ to be broken in spirit, lose courage, Th.4.37; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν effeminate, unmanly music, Luc.Demon.12.

German (Pape)

[Seite 949] (s. κλάω), einbrechen, einbiegen; ἡ δεξιὰ περὶ τἡν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. D. D. 11, 2; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα rhet. praec. 11; von den Wellen, ἐπ' ἀλλήλων ἐπικλωμένων κυμάτων Alciphr. 1, 1; vgl. Luc. Tox. 20. – Gew. übertr., φείσασθαι δὲ καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ οἶκτον λαβόντες, sich rühren, zum Mitleid bewegen lassen, Thuc. 3, 59, wie μὴ παλαιὰς ἀρετὰς ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε 3, 67; Sp., ἡ παροῦσα δυστυχία τῷ Περικλεῖ περὶ τὸν οἶκον ἐπέκλασε τοὺς Ἀθηναίους Plut. Pericl. 37; Them. 10 Phoc. 15 u. öfter; εἰς οἶκτον ἐπικλάσαι τοὺς ἀκούοντας Ael. H. A. 10, 36; εἴ πως ἐπικλασθεῖεν τῇ γνώμῃ τὰ ὅπλα παραδοῦναι, am Muth geknickt werden, den Muth verlieren, Thuc. 4, 37; so ἐπεκλάσθη allein, Plut. mul. virt. p. 300; – τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν, das Schmelzende, Luc. Demon. 12.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
1 briser sur : ἦχος τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου LUC bruit de l’eau qui se brise;
2 fléchir sur : ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκλασμένη LUC la main droite infléchie autour de la tête ; ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα LUC le cou penché ; fig. ἐπ. τινὰ περὶ τὸν οἶκτον PLUT, εἰς οἶκτον ÉL incliner qqn vers la pitié ; abs. au Pass. : ἐπικλασθῆναι THC se laisser abattre, perdre courage ; τὸ ἐπικεκλασμένον τῶν μελῶν LUC l’accent efféminé des chants.
Étymologie: ἐπί, κλάω.
2att. c. ἐπικλαίω.

Greek Monotonic

ἐπικλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], λυγίζω προς ή επιπλέον — Παθ., λυγίζομαι στα δύο, σε Λουκ.
II. μεταφ., κάμπτω, λυγίζω, τινα, σε Πλούτ. — Παθ., ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ, κάμπτομαι στο ηθικό, χάνω το θάρρος μου, σε Θουκ.· αλλά επίσης, κάμπτομαι ή ευσπλαχνίζομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλάω: I
1) ломать, разбивать: ἦχος τοῦ ὕδατος ἐπικλωμένου Luc. шум разбивающейся воды;
2) гнуть, сгибать: ἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα Luc. с согнутой шеей; ἡ δεξιὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. закинутая вокруг головы правая рука;
3) перен. склонять, смягчать (ἐπικλῶσα γλυκυθυμία Plut.): ἐ. τινα Plut. внушить сожаление кому-л., разжалобить кого-л.;
4) перен. надламывать, лишать мужества, расслаблять: ἐπικλασθῆναι (τῇ γνώμῃ) Thuc. утратить мужество, пасть духом, но тж. быть растроганным; τὸ ἐπικεκλασμένον Luc. изнеженность, отсутствие мужества.
II Arph. = ἐπικλαίω.