ἡδυχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που νιώθει [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[λίαν]] [[περιχαρής]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἡδυχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που νιώθει [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[λίαν]] [[περιχαρής]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠχᾰρής:''' чрезвычайно приятный, радостный ([[κόπος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠχᾰρής Medium diacritics: ἡδυχαρής Low diacritics: ηδυχαρής Capitals: ΗΔΥΧΑΡΗΣ
Transliteration A: hēdycharḗs Transliteration B: hēdycharēs Transliteration C: idycharis Beta Code: h(duxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A sweetly joyous, AP3.18 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1155] ές, sehr angenehm, Anth. III, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυχᾰρής: -ές, λίαν περιχαρής, Ἀνθ. Π. 3. 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait joyeux.
Étymologie: ἡδύς, χαίρω.

Greek Monolingual

ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο-χαρής, περι-χαρής].

Greek Monotonic

ἡδυχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που νιώθει μεγάλη χαρά, ο λίαν περιχαρής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠχᾰρής: чрезвычайно приятный, радостный (κόπος Anth.).