ἡμίγυμνος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ.
|lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίγῠμνος:''' полунагой Luc., Plut.
}}
}}

Revision as of 21:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίγυμνος Medium diacritics: ἡμίγυμνος Low diacritics: ημίγυμνος Capitals: ΗΜΙΓΥΜΝΟΣ
Transliteration A: hēmígymnos Transliteration B: hēmigymnos Transliteration C: imigymnos Beta Code: h(mi/gumnos

English (LSJ)

ον,

   A half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.

German (Pape)

[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié nu.
Étymologie: ἡμι-, γυμνός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.

Greek Monotonic

ἡμίγυμνος: -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίγῠμνος: полунагой Luc., Plut.