ἰσχαλέος: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσχᾰλέος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], [[αδύνατος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἰσχᾰλέος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἰσχνός]], [[λεπτός]], [[αδύνατος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσχαλέος:''' (= [[ἰσχνός]]) высохший, сухой (ἰ. κρομύοιο [[λοπός]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἰσχνός,
A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.
German (Pape)
[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.
English (Autenrieth)
(ἰσχνός): dry, withered, Od. 19.233†.
Greek Monolingual
ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)
1. πολύ λεπτός
2. πολύ μικρός, μηδαμινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].
Greek Monotonic
ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἰσχνός, λεπτός, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχαλέος: (= ἰσχνός) высохший, сухой (ἰ. κρομύοιο λοπός Hom.).