κελαινόβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κελαινόβρωτος:''' -ον, [[μαύρος]] και [[αιματηρός]] κατά τη [[βρώση]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κελαινόβρωτος:''' -ον, [[μαύρος]] και [[αιματηρός]] κατά τη [[βρώση]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κελαινόβρωτος -ον [κελαινός, βιβρώσκω] donker afgevreten (lever van Prometheus). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.
German (Pape)
[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, πυρί-βρωτος].
Greek Monotonic
κελαινόβρωτος: -ον, μαύρος και αιματηρός κατά τη βρώση, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινόβρωτος -ον [κελαινός, βιβρώσκω] donker afgevreten (lever van Prometheus).