κνησμός: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κνησμός:''' ὁ ([[κνάω]]), [[φαγούρα]], [[ερεθισμός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''κνησμός:''' ὁ ([[κνάω]]), [[φαγούρα]], [[ερεθισμός]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνησμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> зуд Arst., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> раздражение, возбуждение Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = κνῆσις, itching, Hp.VM 16, Arist.HA578b3; ἡ ἀκαλήφη κ. ποιεῖ Diph.Siph. ap. Ath.3.90a; scratching, Plu.2.126b (pl.); in a pleasurable sense, titillation, Arist. GA723b34, Pr.878b7. 2 metaph., irritation, Plu.2.61a.
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, das Jucken, der Kitzel, Reiz; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ ἀκαλήφη Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.
Greek (Liddell-Scott)
κνησμός: ὁ, = κνῆσις, «φαγοῦρα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3˙ προξενουμένη ὑπὸ τῆς ἀκαλήφης, κνίδης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90Α˙ ἐπὶ ἡδονικοῦ κνησμοῦ, γαργαλισμός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 29, Προβλ. 4. 15, 1. 2) μεταφορ., ἐρεθισμός, διέγερσις, Πλούτ. 2. 61Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.)˙ ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 126Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, chatouillement ; fig. irritation.
Étymologie: κνάω.
Greek Monolingual
ο (AM κνησμός) κνω
ενοχλητικός ερεθισμός του δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.)
αρχ.
1. αμυχή, γρατσούνισμα
2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός
3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ ὀργῆς καὶ ζηλοτυπίας ἐγγένηται», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κνησμός: ὁ (κνάω), φαγούρα, ερεθισμός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κνησμός: ὁ1) зуд Arst., Sext.;
2) раздражение, возбуждение Plut.