κρεοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεοκόπος:''' -ον (κόπ-τω), [[κόφτης]] κρέατος.
|lsmtext='''κρεοκόπος:''' -ον (κόπ-τω), [[κόφτης]] κρέατος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρεο-]][[κόπος]], ον [[κόπτω]]<br />a cutter up of [[flesh]].
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοκόπος Medium diacritics: κρεοκόπος Low diacritics: κρεοκόπος Capitals: ΚΡΕΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: kreokópos Transliteration B: kreokopos Transliteration C: kreokopos Beta Code: kreoko/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A cutter up of flesh, D.H.12.2.8 (pl.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοκόπος: -ον, ὁ κατακόπτων τὸ κρέας, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui découpe de la viande.
Étymologie: κρέας, κόπτω.

Greek Monolingual

κρεοκόπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

κρεοκόπος: -ον (κόπ-τω), κόφτης κρέατος.

Middle Liddell

κρεο-κόπος, ον κόπτω
a cutter up of flesh.