κρεοφάγος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρεοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κρεοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεοφάγος:''' Her., Arst. v. l. = [[κρεωφάγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A eating flesh, carnivorous, Hdt.4.186, Arist.PA693a3, etc.; cf. κρεηφάγος.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κρέας, σαρκοβόρος, Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. ἡμέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, φαγεῖν.
Greek Monolingual
-ο (AM κρεοφάγος, -ον, Α και κρεηφάγος, -ον)
αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φάγος (< θ. -φαγ, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω (πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος)].
Greek Monotonic
κρεοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κρεοφάγος: Her., Arst. v. l. = κρεωφάγος.