κρατευταί: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰτευταί:''' -ῶν, οἱ, βάσεις ή [[σκελετός]] πάνω στον οποίο γυρνούσαν οι σούβλες, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κρᾰτευταί:''' -ῶν, οἱ, βάσεις ή [[σκελετός]] πάνω στον οποίο γυρνούσαν οι σούβλες, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρατευταί -ῶν, οἱ [~ κράτος?] stutten.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτευταί Medium diacritics: κρατευταί Low diacritics: κρατευταί Capitals: ΚΡΑΤΕΥΤΑΙ
Transliteration A: krateutaí Transliteration B: krateutai Transliteration C: krateftai Beta Code: krateutai/

English (LSJ)

ῶν, οἱ,

   A stone or metal blocks on which a spit rests, Il.9.214, cf. Sch., Paus.Gr.Fr.236; μολύβδινοι κ. Eup.171, cf. IG22.1425.388 (written κραδευταί ib.1425.415, 1541.20).    2 in Archit., stones which support a pavement, ib.7.3073.105, al.(Lebad.).    3 leaden pigs of specified weight, IG12.371.13.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτευταί: -ῶν, οἱ, αἱ βάσεις, ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελοὶ τίθενται πρὸς ὄπτησιν, πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο, κρατευτάων ἐπαείρας, «τῶν βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν κρεῶν» Σχόλ., Ἰλ. Ι. 214, ἔνθα ἴδε Spitzn· μολύβδιναι κρ. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22: ― ὡσαύτως κρᾰτευτήριον, τό, ἢ κρατευτήρια, τά, Πολυδ. Ϛ΄, 89, Ι΄, 97.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
sorte de chenets en pierre ou en fer pour soutenir la broche.
Étymologie: κρατέω.

English (Autenrieth)

explained by Aristarchus as head-stones, on which the spits were rested in roasting meat; cf. ourfire-dogs,’ ‘andirons.’ Possibly the shape was like the horns (κέρας) on the altar in cut No. 95. Il. 9.214†.

Greek Monotonic

κρᾰτευταί: -ῶν, οἱ, βάσεις ή σκελετός πάνω στον οποίο γυρνούσαν οι σούβλες, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατευταί -ῶν, οἱ [~ κράτος?] stutten.