κυανέμβολος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυᾰνέμβολος:''' -ον ([[ἔμβολον]]) = [[κυανόπρῳρος]], σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''κυᾰνέμβολος:''' -ον ([[ἔμβολον]]) = [[κυανόπρῳρος]], σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυᾰνέμβολος:''' с темно-синим (корабельным) клювом (τριήρεις Arph.; πρῷραι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318; τριήρεις Id.Eq.554.—Only in lyr.
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνέμβολος: -ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι Εὐρ. Ἠλ. 436. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1318· τριήρεις ὁ αὐτ. Ἱππ. 554.
Greek Monolingual
κυανέμβολος, -ον (Α)
κυανόπρωρος («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ-βολος (< ἐμ-βάλλω), πρβλ. τρι-έμ-βολος, χαλκ-έμ-βολος].
Greek Monotonic
κυᾰνέμβολος: -ον (ἔμβολον) = κυανόπρῳρος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰνέμβολος: с темно-синим (корабельным) клювом (τριήρεις Arph.; πρῷραι Eur.).