κυνάμυια: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνάμυια:''' [νᾰ], ἡ, [[σκυλόμυγα]], δηλ. αδιάντροπη [[μύγα]], ονειδιστικό [[επίθετο]] αδιάντροπης γυναίκας, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κῠνάμυια:''' [νᾰ], ἡ, [[σκυλόμυγα]], δηλ. αδιάντροπη [[μύγα]], ονειδιστικό [[επίθετο]] αδιάντροπης γυναίκας, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνάμυια:''' ἡ собачья муха, бран. бесстыдница Hom.
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάμυια Medium diacritics: κυνάμυια Low diacritics: κυνάμυια Capitals: ΚΥΝΑΜΥΙΑ
Transliteration A: kynámyia Transliteration B: kynamuia Transliteration C: kynamyia Beta Code: kuna/muia

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ,

   A dog-fly, i.e. shameless fly, abusive epith. applied by Ares to Athena, and by Hera to Aphrodite, Il.21.394, 421, cf. Ath.3.126a, 4.157a:—later κυνόμυια, Ezek.Exag.138, AP11.265 (Lucill.), Ael.NA4.51, Luc.Gall.31, etc.; ὦ γαστὴρ κυνόμυια APl. 1.9; of the plague of flies in Egypt, LXX Ex.8.21 (17), Ps.77(78).45.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάμυια: νᾰ, ἡ, κυνόμυια, «σκυλλόμυγα», δηλ· ἀναιδὴς μυῖα, ἐπίθετον ὑβριστικὸν ἀναιδῶν γυναικῶν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄρεως πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ παρὰ τῆς Ἥρας πρὸς τὴν Ἀφροδίτην, Ἰλ. Φ. 394, 421· ― μεταγεν. συγγραφεῖς ἀπεδέξαντο τὸν ἀναλογώτερον τύπον κυνόμυια, π.χ. Ἀνθ. Π. 11. 265. Αἰλ. π. Ζ. 4. 51, Λουκ. Ἀλεκτρ. 31, κτλ.· οὕτω, ὦ γαστὴρ κυνόμυια Ἀνθ. Πλαν. 9· ἀλλ’ ὁ ἀρχαιότερος τύπος πάλιν εὑρίσκεται ἐν Ἀθην. 126Α, 157Α· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 689.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mouche impudente.
Étymologie: κύων, μυῖα.

English (Autenrieth)

dog-fly, an abusive epithet applied by Ares to Athēna, Il. 21.394.

Greek Monolingual

κυνάμυια, και μτγν. επ. τ. κυνόμυια, ἡ (Α)
1. μύγα που τσιμπάει τους σκύλους, σκυλόμυγα
2. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, αιτ. κύνα + μυῖα με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].

Greek Monotonic

κῠνάμυια: [νᾰ], ἡ, σκυλόμυγα, δηλ. αδιάντροπη μύγα, ονειδιστικό επίθετο αδιάντροπης γυναίκας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνάμυια: ἡ собачья муха, бран. бесстыдница Hom.