λυσίκακος: Difference between revisions
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡσίκᾰκος:''' [ῐ], -ον ([[κακόν]]), αυτός που σταματάει το [[κακό]], σε Θέογν. | |lsmtext='''λῡσίκᾰκος:''' [ῐ], -ον ([[κακόν]]), αυτός που σταματάει το [[κακό]], σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῡσί-κᾰκος, ον [[κακόν]]<br />[[ending]] [[evil]], Theogn. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A ending evil, ὕπνος Thgn.476.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίκᾰκος: -ον, καταπαύων τὸ κακόν, Θέογν. 476· κ. ἀλλ. λησικ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui délivre des maux.
Étymologie: λύω, κακός.
Greek Monolingual
λυσίκακος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + κακός (πρβλ. αλεξί-κακος, αρχέ-κακος)].
Greek Monotonic
λῡσίκᾰκος: [ῐ], -ον (κακόν), αυτός που σταματάει το κακό, σε Θέογν.