μελανδόκος: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελανδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[μελάνι]], [[μελανοδοχείο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μελανδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[μελάνι]], [[μελανοδοχείο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελανδόκος:''' содержащий чернила ([[ἄγγος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A holding ink, κίστη, ἄγγος μ., AP6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).
German (Pape)
[Seite 119] Schwärze, Tinte fassend, ἄγγος, κίστη, Tintenfaß, Iul. Aeg. 11 (VI, 68) Paul. Sil. 51 (VI, 65).
Greek (Liddell-Scott)
μελανδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἐν ἑαυτῷ μελάνην, κίστη, ἄγγος μ., Ἀνθ. Π. 6. 65 καὶ 68.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient le noir, l’encre.
Étymologie: μέλας, δέκομαι.
Greek Monolingual
μελανδόκος -ον (Α μελανδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ.
β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον
μελανοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο-δόκος, ξενο-δόχος].
Greek Monotonic
μελανδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελανδόκος: содержащий чернила (ἄγγος Anth.).