μεταστένω: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταστένω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ·<br /><b class="num">I.</b> [[θρηνώ]] [[κατόπιν]] εορτής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[θρηνώ]] [[μετά]] από [[κάτι]] ή αργότερα, σε Ευρ. | |lsmtext='''μεταστένω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ·<br /><b class="num">I.</b> [[θρηνώ]] [[κατόπιν]] εορτής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[θρηνώ]] [[μετά]] από [[κάτι]] ή αργότερα, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταστένω:''' (впоследствии) оплакивать (ἄτην Hom.; πόνον Aesch.; med. [[ἄλγος]] τινός Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A lament afterwards, ἄτην δὲ μετέστενον Od.4.261; μὴ μεταστένειν πόνον (Sch.; πόνων codd.) A.Eu.59; τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209. II Med., lament after or next, σὸν ἄλγος E. Med.996 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 154] hinterher beklagen, beseufzen; ἄτην, Od. 4, 261; μεταστένειν πόνον od. πόνων, Aesch. Eum. 59; eben so im med., μεταστένομαι σὸν ἄλγος, Eur. Med. 996.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστένω: κατόπιν στενάζω, μετανοῶ κατόπιν καὶ στενάζω διά τι, ἄτην δὲ μετέστερον Ὀδ. Δ. 261· μὴ μεταστένειν πόνον (τὰ Ἀντίγραφα πόνων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 59. ΙΙ. θρηνῶ μετά τι ἢ κατόπιν αὐτοῦ, σὸν ἄλγος Εὐριπ. Μήδ. 996· πρβλ. μετακλαίω.
French (Bailly abrégé)
gémir ensuite sur, déplorer ensuite, acc..
Étymologie: μετά, στένω.
English (Autenrieth)
lament afterwards, rue, Od. 4.261†.
Greek Monolingual
μεταστένω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) θρηνώ ή κλαίω για κάτι ή μετά από κάτι («μὴ μεταστένειν πόνον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + στένω (< στένω «στενάζω, θρηνώ»), πρβλ. κατα-στένω, περι-στένω.
Greek Monotonic
μεταστένω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. ·
I. θρηνώ κατόπιν εορτής, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
II. θρηνώ μετά από κάτι ή αργότερα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μεταστένω: (впоследствии) оплакивать (ἄτην Hom.; πόνον Aesch.; med. ἄλγος τινός Eur.).