μουνάξ: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μουνάξ:''' ([[μοῦνος]]), επίρρ., [[χωριστά]], σε [[μονομαχία]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''μουνάξ:''' ([[μοῦνος]]), επίρρ., [[χωριστά]], σε [[μονομαχία]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μοῦνος]]<br />[[singly]], in [[single]] [[combat]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv., (μοῦνος)
A singly, ὀρχήσασθαι Od.8.371; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.
German (Pape)
[Seite 210] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Ggstz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. μουνάξ.
Greek (Liddell-Scott)
μουνάξ: Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονάξ.
Greek Monolingual
μουνάξ (Α, Μ μονάξ)
επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ.
β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. του μόνος, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)].
Greek Monotonic
μουνάξ: (μοῦνος), επίρρ., χωριστά, σε μονομαχία, σε Ομήρ. Οδ.