νομιστεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''νομιστεύομαι:''' (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστεύομαι Medium diacritics: νομιστεύομαι Low diacritics: νομιστεύομαι Capitals: ΝΟΜΙΣΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: nomisteúomai Transliteration B: nomisteuomai Transliteration C: nomisteyomai Beta Code: nomisteu/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.

French (Bailly abrégé)

être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.

Greek Monotonic

νομιστεύομαι: Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νομιστεύομαι: (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.