ὀγδόατος: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀγδόᾰτος:''' -η, -ον, ποιητ. αντί [[ὄγδοος]], όπως [[τρίτατος]] αντί [[τρίτος]], όγδοος, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ὀγδόᾰτος:''' -η, -ον, ποιητ. αντί [[ὄγδοος]], όπως [[τρίτατος]] αντί [[τρίτος]], όγδοος, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀγδόᾰτος:''' Hom., Hes. = [[ὄγδοος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
η, ον, poet. for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος,
A the eighth, Il.19.246, Od.3.306, Emp. 68 ; ὀ. δεκάς Rev.Phil.22.357 ; ἡ ὀγδοάτη (sc. ἡμέρα) the eighth day, octave, Hes.Op.772, 790 (καθ' ὁγδοάδην δεκάδα prob. in Jahresh.23 Beibl.402 (Egypt)).
German (Pape)
[Seite 290] poet. = ὄγδοος, der achte (vgl. τρίτατος u. ἑβδόματος mit τρίτος u. ἕβδομος), Il. 19, 248 Od. 3, 306. 4, 82, Hes. O. 774.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδόᾰτος: -η, -ον, ποιητικ. ἀντὶ ὄγδοος, ὡς τρίτατος, ἀντὶ τρίτος, ὁ ὄγδοος, Ἰλ. Τ. 246, Ὀδ. Γ. 306· ἡ ὀγδοάτη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ἡ ὀγδόη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 770, 788.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
poét. c. ὄγδοος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀγδόατος, -άτη, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. όγδοος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀγδοάτη
(ενν. ἡμέρα) η όγδοη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. -ατος (πρβλ. εβδόμ-ατος)].
Greek Monotonic
ὀγδόᾰτος: -η, -ον, ποιητ. αντί ὄγδοος, όπως τρίτατος αντί τρίτος, όγδοος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδόᾰτος: Hom., Hes. = ὄγδοος.