ὁμαδέω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμᾰδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω θόρυβο ή [[προκαλώ]] [[ταραχή]], λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὁμᾰδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω θόρυβο ή [[προκαλώ]] [[ταραχή]], λέγεται για [[πλήθος]] ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμᾰδέω:''' галдеть, шуметь Hom.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰδέω Medium diacritics: ὁμαδέω Low diacritics: ομαδέω Capitals: ΟΜΑΔΕΩ
Transliteration A: homadéō Transliteration B: homadeō Transliteration C: omadeo Beta Code: o(made/w

English (LSJ)

   A make a noise or din, of a number of people all speaking at once. in Od. always of the suitors, 1.365, al. (never in Il.), cf. A.R.2.638, etc.

German (Pape)

[Seite 328] lärmen, tosen, bes. von dem verworrenen Durcheinanderreden einer großen Menschenmenge, z. B. von dem Lärm, den die Freier machen, μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα, Od. 1, 365 u. öfter; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 638, Schol. ὁμοῦ ἀναφωνεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαδέω: κάμνω θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων, ἀπάν- των ὁμοῦ λαλούντων, ἐν τῇ Ὀδ. ἀεὶ ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστῆρες δ’ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα, Α. 365, Δ 768, κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀκολούθως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 638, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se rassembler à grand bruit, être dans une réunion tumultueuse.
Étymologie: ὅμαδος.

English (Autenrieth)

(ὅμαδος): only aor. ὁμάδησαν, they raised a din. (Od.)

Greek Monotonic

ὁμᾰδέω: μέλ. -ήσω, κάνω θόρυβο ή προκαλώ ταραχή, λέγεται για πλήθος ανθρώπων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰδέω: галдеть, шуметь Hom.