ὁπλομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μάχεται φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ὁπλομάχος]], <i>ὁ</i>, αυτός που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων, [[αξιωματικός]] [[υπεύθυνος]] για την [[εκγύμναση]] στρατιωτών, σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ὁπλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μάχεται φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ὁπλομάχος]], <i>ὁ</i>, αυτός που διδάσκει τη [[χρήση]] όπλων, [[αξιωματικός]] [[υπεύθυνος]] για την [[εκγύμναση]] στρατιωτών, σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁπλομάχος:''' (ᾰ) сражающийся в тяжелых доспехах Xen., Polyb.
}}
}}

Revision as of 06:49, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλομάχος Medium diacritics: ὁπλομάχος Low diacritics: οπλομάχος Capitals: ΟΠΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: hoplomáchos Transliteration B: hoplomachos Transliteration C: oplomachos Beta Code: o(ploma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A fighting in heavy arms, X.Lac.11.8, Plb.2.65.11, LXXIs.13.5 ; -χοι ἄνδρες Alciphr. 1.11.    II Subst. ὁ., ὁ, one who teaches the use of arms, drillsergeant, opp.amere fencing-master, Thphr.Char.5.10, Teles p.50 H., PCair.Zen.298 (iii B. C.), SIG697 E11 (Delph., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 360] mit schweren Waffen kämpfend, Xen. Lac. 11, 8; auch der Fechtmeister, der mit eigentlichen Waffen, nicht mit hölzernen Stäben u. dgl. zu kämpfen lehrt, im Ggstz des σκιαμαχεῖν, vgl. Ath. IV, 154; Pol. 2, 65, 11; zwischen παιδοτρίβης u. γυμνασίαρχος genannt, Teles bei Stob. fl. 98, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ μαχόμενος διὰ βαρέων ὅπλων Ξεν. Λακ. 11, 8, Πολύβ. 2. 65, 11. ΙΙ. ὁπλομάχος, ὁ, παιδευτὴν τῶν πολεμικῶν, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, ὁ γυμνάζων εἰς τὴν χρῆσιν τῶν πραγματικῶν ὅπλων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἀσκοῦντα ἁπλῶς εἰς τὴν διὰ ψευδῶν ὅπλων μάχην, Θεοφρ. Χαρακτ. 5, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 429.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat avec des armes pesantes ; subst.ὁπλομάχος hoplomaque : maître d’armes, instructeur, dans un gymnase.
Étymologie: ὅπλον, μάχομαι.

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλομάχος, -ον)
οπλομάχος
αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο της ξιφασκίας
νεοελλ.
ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα
αρχ.
1. πολεμιστής
2. αυτός που μάχεται με βαρέα όπλα
3. (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχος].

Greek Monotonic

ὁπλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι),
I. αυτός που μάχεται φέροντας βαρύ οπλισμό, σε Ξεν.
II. ὁπλομάχος, , αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων, αξιωματικός υπεύθυνος για την εκγύμναση στρατιωτών, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλομάχος: (ᾰ) сражающийся в тяжелых доспехах Xen., Polyb.