ὀρθόστατος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθόστᾰτος:''' -ον ([[στῆναι]]), αυτός που στέκεται [[ορθός]], όρθιος, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀρθόστᾰτος:''' -ον ([[στῆναι]]), αυτός που στέκεται [[ορθός]], όρθιος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθόστᾰτος:''' прямо поставленный, приставленный (к городской стене) (κλίμακες Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A upstanding, upright, κλίμακες E.Supp.497 codd.; but v. foreg.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tient droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.
Greek Monolingual
ὀρθόστατος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στατος (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. νεό-στατος].
Greek Monotonic
ὀρθόστᾰτος: -ον (στῆναι), αυτός που στέκεται ορθός, όρθιος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόστᾰτος: прямо поставленный, приставленный (к городской стене) (κλίμακες Eur.).