παλιμπλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιμπλάζομαι:''' Παθ., [[γυρίζω]] [[πίσω]] και περιπλανιέμαι, μόνο στη μτχ. αορ. αʹ <i>παλιμπλαχθείς</i>, περιπλανώμενος προς την [[πατρίδα]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''πᾰλιμπλάζομαι:''' Παθ., [[γυρίζω]] [[πίσω]] και περιπλανιέμαι, μόνο στη μτχ. αορ. αʹ <i>παλιμπλαχθείς</i>, περιπλανώμενος προς την [[πατρίδα]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλιμπλάζομαι [πάλιν, πλάζω] alleen ptc. aor. pass., teruggedreven worden.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπλάζομαι Medium diacritics: παλιμπλάζομαι Low diacritics: παλιμπλάζομαι Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: palimplázomai Transliteration B: palimplazomai Transliteration C: palimplazomai Beta Code: palimpla/zomai

English (LSJ)

Pass., only in aor. part. παλιμπλαγχθείς,

   A foiled, driven back, Il.1.59, Od.13.5 (better divisim).

German (Pape)

[Seite 448] (s. πλάζομαι), zurück getrieben werden, kommt nur im partic. aor. παλιμπλαγχθέντες vor, zurückgetrieben, Il. 1, 59 Od. 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας γραπτέον κατὰ διάστασιν: πάλιν πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482.

French (Bailly abrégé)

seul. part. ao. Pass. παλιμπλαχθείς;
errer en revenant sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.

English (Autenrieth)

(πλάζω), aor. part. παλιμπλαγχθείς: be driven vainly (drifting) back, Od. 13.5, Il. 1.59.

Greek Monolingual

παλιμπλάζομαι (Α)
επιστρέφω περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλάζομαι «περιφέρομαι»].

Greek Monotonic

πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., γυρίζω πίσω και περιπλανιέμαι, μόνο στη μτχ. αορ. αʹ παλιμπλαχθείς, περιπλανώμενος προς την πατρίδα, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμπλάζομαι [πάλιν, πλάζω] alleen ptc. aor. pass., teruggedreven worden.