παλαιόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλαιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[παλιός]] στη [[σκέψη]], αυτός που έχει αποκτήσει [[σοφία]] λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πᾰλαιόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[παλιός]] στη [[σκέψη]], αυτός που έχει αποκτήσει [[σοφία]] λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλαιόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> обладающий древней мудростью ([[Ζεύς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> умудренный опытом Aesch.
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιόφρων Medium diacritics: παλαιόφρων Low diacritics: παλαιόφρων Capitals: ΠΑΛΑΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: palaióphrōn Transliteration B: palaiophrōn Transliteration C: palaiofron Beta Code: palaio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont l’esprit n’est pas novice, expert, expérimenté.
Étymologie: παλαιός, φρήν.

Greek Monolingual

παλαιόφρων, -ονος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), παλιός στη σκέψη, αυτός που έχει αποκτήσει σοφία λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιόφρων: 2, gen. ονος
1) обладающий древней мудростью (Ζεύς Aesch.);
2) умудренный опытом Aesch.