παραβοηθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[έρχομαι]] προς [[διάσωση]] ή [[σωτηρία]], σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''παραβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[έρχομαι]] προς [[διάσωση]] ή [[σωτηρία]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραβοηθέω:''' <b class="num">1)</b> приходить на помощь (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> оказывать взаимную помощь Plat.
}}
}}

Revision as of 01:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβοηθέω Medium diacritics: παραβοηθέω Low diacritics: παραβοηθέω Capitals: ΠΑΡΑΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: paraboēthéō Transliteration B: paraboētheō Transliteration C: paravoitheo Beta Code: parabohqe/w

English (LSJ)

   A come to aid, τινι Th.1.47, Antiph.228.3; πρός τινα against one, Plb.2.54.10: abs., come to the rescue, Ar.Eq.257, Th.3.22, X.HG1.1.6.    2 aid on the other hand, Pl.R.572e.

German (Pape)

[Seite 472] zu Hülfe kommen bei Etwas, helfen bei Etwas; absol., Ar. Equ. 257, wie Plat. Rep. IX, 572 f; τινί, Thuc. 1, 47; Antiphan. bei Ath. I, 3 f u. Sp., wie Pol. 5, 69, 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραβοηθέω: ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, εἰς βοήθειαν, τινι Θουκ. 1. 47, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 4· πρός τινα, ἐναντίον τινός, Πολύβ. 2. 54, 10· - ἀπολ., ἔρχομαι πρὸς βοήθειαν, ὅπως σώσω τινά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 257, Θουκ. 3. 22, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 6. 2) ὡς τὸ ἀντιβοηθέω, Πλάτ. Πολ. 572Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
porter secours : τινι, πρός τινα à qqn.
Étymologie: παρά, βοηθέω.

Greek Monotonic

παραβοηθέω: μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω κάποιον, τινί, σε Θουκ.· απόλ., έρχομαι προς διάσωση ή σωτηρία, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραβοηθέω: 1) приходить на помощь (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);
2) оказывать взаимную помощь Plat.