παραείδω: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραείδω:''' [[τραγουδώ]] κοντά ή [[μπροστά]] σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''παραείδω:''' [[τραγουδώ]] κοντά ή [[μπροστά]] σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραείδω:''' (перед кем-л.) петь, напевать (τινὶ [[ὥστε]] θεῷ Hom.).
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰείδω Medium diacritics: παραείδω Low diacritics: παραείδω Capitals: ΠΑΡΑΕΙΔΩ
Transliteration A: paraeídō Transliteration B: paraeidō Transliteration C: paraeido Beta Code: paraei/dw

English (LSJ)

   A sing beside or to one, τινι Od.22.348.

German (Pape)

[Seite 478] dabei singen, Einem vorsingen, τινί, Od. 22, 348.

Greek (Liddell-Scott)

παραείδω: ᾄδω παρά τινι ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε Θεῷ Ὀδ. Χ. 348.

French (Bailly abrégé)

chanter auprès de, accompagner en chantant, τινι.
Étymologie: παρά, ἀείδω.

English (Autenrieth)

sing beside or before; τινί, Od. 22.348†.

Greek Monolingual

και παρᾴδω Α
1. τραγουδώ μπροστά ή κοντά σε κάποιον
2. (στον τ. παρᾴδω) κάνω παραφωνία, είμαι φάλτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»].

Greek Monotonic

παραείδω: τραγουδώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

παραείδω: (перед кем-л.) петь, напевать (τινὶ ὥστε θεῷ Hom.).