παραφράσσω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κλείνω]], [[φράζω]] με [[πρόχωμα]], [[οχυρώνω]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''παραφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κλείνω]], [[φράζω]] με [[πρόχωμα]], [[οχυρώνω]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραφράσσω:''' атт. [[παραφράττω]] обносить оградой, огораживать, заграждать Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
Att. παραφράττω,
A barricade, πάσας εἰσόδους Hdn.4.1.5, etc. :—Pass., παραπεφράχθαι Plb.10.46.3, ὑπό . . Hdn.3.3.2.
German (Pape)
[Seite 507] att. -ττω (s. φράσσω), durch eine daneben- od. davorgesetzte Einfriedigung, Zaun, Gehäge u. dgl. einschließen; παραπεφράχθαι, Pol. 10, 46, 3; εἰσόδους, Hdn. 4, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παραφράσσω: Ἀττ. -ττω, φράττω διὰ προτειχίσματος, ὀχυρώνω, Ἡρῳδιαν. 4. 1, κτλ. - Παθ., Πολύβ. 10. 46, 3, Ἡρῳδιαν. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
barricader, barrer, obstruer.
Étymologie: παρά, φράσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. παραφράττω Α
φράζω με φραγμό, κλείνω, ασφαλίζω, οχυρώνω με προτείχισμα.
Greek Monotonic
παραφράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κλείνω, φράζω με πρόχωμα, οχυρώνω, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παραφράσσω: атт. παραφράττω обносить оградой, огораживать, заграждать Polyb.