πεζονόμος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεζονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διοικεί στην [[ξηρά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πεζονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διοικεί στην [[ξηρά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πεζονόμος -ον [πεζός, νέμω] voetvolk commanderend.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζονόμος Medium diacritics: πεζονόμος Low diacritics: πεζονόμος Capitals: ΠΕΖΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: pezonómos Transliteration B: pezonomos Transliteration C: pezonomos Beta Code: pezono/mos

English (LSJ)

ον,

   A commanding by land, A.Pers.76 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 542] das Land beweidend, darauf Unterhalt suchend, übertr. bei Aesch. Pers. 76, ἐλαύνει διχόθεν, πεζονόμοις ἔκ τε θαλάσσης, vom Landheere.

Greek (Liddell-Scott)

πεζονόμος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν διοικῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. qui paît sur terre ; fig. qui combat sur terre.
Étymologie: πεζός, νέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για στρατηγούς) αυτός που είναι αρχηγός τών χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -νόμος].

Greek Monotonic

πεζονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διοικεί στην ξηρά, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεζονόμος -ον [πεζός, νέμω] voetvolk commanderend.