παυσίλυπος: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παυσίλῡπος:''' -ον ([[λύπη]]), αυτός που σταματά τη [[λύπη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''παυσίλῡπος:''' -ον ([[λύπη]]), αυτός που σταματά τη [[λύπη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παυσίλυπος -ον [παύω, λύπη] pijnstillend. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ending pain, Ζεύς S.Fr.425 (lyr.) ; ἄμπελος E.Ba.772 ; ὁ π. οἶκος, i.e. the grave, IG14.2136.
German (Pape)
[Seite 538] schmerzstillend; ἄμπελος, Eur. Bacch. 771; Zeus heißt so Soph. frg. 375 beim Schol. Pind. I. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παυσίλῡπος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν λύπην ἢ τὸν πόνον, Ζεὺς Σοφ. Ἀποσπ. 375· ἄμπελος Εὐρ. Βάκχ. 772· ὁ π. οἶκος, δηλ. ὁ τάφος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise le chagrin.
Étymologie: παύω, λύπη.
Greek Monolingual
-η, -ο / παυσίλυπος, -ον, ΝΑ
αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.)
αρχ.
1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον
έπαυλη του Πολλίωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας
2. φρ. α) «άντρον του Παυσίλυπου» — σήραγγα πάνω από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος τάφος του Βεργιλίου
β) «ὁ παυσίλυπος οἶκος» — ο τάφος επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + -λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ-λυπος].
Greek Monotonic
παυσίλῡπος: -ον (λύπη), αυτός που σταματά τη λύπη, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυσίλυπος -ον [παύω, λύπη] pijnstillend.