πελτάζω: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πέλτη]]), [[υπηρετώ]] ως [[πελταστής]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πελτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πέλτη]]), [[υπηρετώ]] ως [[πελταστής]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πελτάζω:''' служить в пельтастах, быть пельтастом Xen.
}}
}}

Revision as of 02:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελτάζω Medium diacritics: πελτάζω Low diacritics: πελτάζω Capitals: ΠΕΛΤΑΖΩ
Transliteration A: peltázō Transliteration B: peltazō Transliteration C: peltazo Beta Code: pelta/zw

English (LSJ)

(πέλτη)

   A serve as a πελταστής, opp. ὁπλιτεύω, X.An.5.8.5, Vect.4.52, App.BC2.70.

German (Pape)

[Seite 551] ein πελταστής od. leichtbewaffneter Soldat sein, Xen An. 5, 8, 5 im Ggstz von ὁπλιτεύω, u. Sp., wie App.

Greek (Liddell-Scott)

πελτάζω: (πέλτη) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς ἤτοι ὡπλισμένος διὰ πέλτης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτεύω, Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.

French (Bailly abrégé)

servir comme peltaste, càd dans l’infanterie légère.
Étymologie: πέλτη.

Greek Monolingual

Α πέλτη
1. είμαι οπλισμένος με πέλτη, υπηρετώ ως πελταστής
2. είμαι ελαφρά οπλισμένος.

Greek Monotonic

πελτάζω: μέλ. -σω (πέλτη), υπηρετώ ως πελταστής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πελτάζω: служить в пельтастах, быть пельтастом Xen.