περίλεξις: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περίλεξις:''' ἡ, [[περίφραση]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περίλεξις:''' ἡ, [[περίφραση]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίλεξις -εως, ἡ [περί, λέγω] omschrijving. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A circumlocution, Ar.Nu.318.
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, Umredung, wie περίφρασις, Schwatzhaftigkeit, Redseligkeit, Ar. Nub. 317.
Greek (Liddell-Scott)
περίλεξις: ἡ, περίφρασις, πολυλογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 318.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
circonlocution, langage verbeux.
Étymologie: περιλέγω.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α περιλέγω
περιττολογία.
Greek Monotonic
περίλεξις: ἡ, περίφραση, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίλεξις -εως, ἡ [περί, λέγω] omschrijving.