περισταυρόω: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περισταυρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[περιφράζω]] [[ολόγυρα]] με πασσάλους, [[οχυρώνω]], σε Θουκ. — Μέσ., <i>περισταυρωσάμενοι</i>, οχυρωμένοι, σε Ξεν. | |lsmtext='''περισταυρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[περιφράζω]] [[ολόγυρα]] με πασσάλους, [[οχυρώνω]], σε Θουκ. — Μέσ., <i>περισταυρωσάμενοι</i>, οχυρωμένοι, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-σταυρόω omheinen; med. zich verschansen. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A fence about with, palisade, τινὰς δένδρεσιν Th.2.75 :— Pass., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο X.An.7.4.14 :—Med., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Id.HG3.2.2.
German (Pape)
[Seite 593] mit Pallisaden rings versehen, befestigen, Thuc. 2, 75 u. A. – Med., Xen. Hell. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
περισταυρόω: ὀχυρώνω ὁλόγυρα διὰ σταυρωμάτων καὶ τάφρου, περιφράττω μὲ «παλούκια», Θουκ. 2. 75· ― Παθ., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 14· ― Μέσ., περισταυρωσάμενοι, περιχαρακωθέντες, ὀχυρωθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 3. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer de pieux ou d’une palissade, acc.;
Moy. περισταυρόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, σταυρόω.
Greek Monotonic
περισταυρόω: μέλ. -ώσω, περιφράζω ολόγυρα με πασσάλους, οχυρώνω, σε Θουκ. — Μέσ., περισταυρωσάμενοι, οχυρωμένοι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σταυρόω omheinen; med. zich verschansen.