πολυπαίπαλος: Difference between revisions
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠπαίπᾰλος:''' -ον, εξαιρετικά [[πανούργος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πολῠπαίπᾰλος:''' -ον, εξαιρετικά [[πανούργος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυπαίπᾰλος:''' хитроумнейший (Φοίνικες Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceeding crafty, Φοίνικες Od.15.419, cf. Opp. H.3.41. II = πεποικιλμένος, αἰθήρ Call.Fr.anon.225.
German (Pape)
[Seite 668] sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπαίπᾰλος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, Ὀδ. Ο. 419· ἴδε παιπάλημα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très rusé.
Étymologie: πολύς, παίπαλος.
English (Autenrieth)
(παιπάλη, ‘fine meal’): very artful, sly, Od. 15.419†.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος
2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη.
Greek Monotonic
πολῠπαίπᾰλος: -ον, εξαιρετικά πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυπαίπᾰλος: хитроумнейший (Φοίνικες Hom.).