ποταείδω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποταείδω:''' Δωρ. αντί <i>προσ-[[αείδω]]</i>.
|lsmtext='''ποταείδω:''' Δωρ. αντί <i>προσ-[[αείδω]]</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=ποταείδω Dor. voor προσᾴδω.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποταείδω Medium diacritics: ποταείδω Low diacritics: ποταείδω Capitals: ΠΟΤΑΕΙΔΩ
Transliteration A: potaeídō Transliteration B: potaeidō Transliteration C: potaeido Beta Code: potaei/dw

English (LSJ)

Dor. for προσαείδω,

   A v. προσᾴδω.

German (Pape)

[Seite 688] dor. statt προσαείδω.

Greek (Liddell-Scott)

ποταείδω: Δωρ. ἀντὶ προσαείδω ἴδε προσᾴδω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαείδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + ἀείδω.

Greek Monotonic

ποταείδω: Δωρ. αντί προσ-αείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταείδω Dor. voor προσᾴδω.