πρόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόρριζος -ον [πρό, ῥίζα] met wortel en al; overdr. volledig, totaal.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόρριζος Medium diacritics: πρόρριζος Low diacritics: πρόρριζος Capitals: ΠΡΟΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: prórrizos Transliteration B: prorrizos Transliteration C: prorrizos Beta Code: pro/rrizos

English (LSJ)

ον, (ῥίζα)

   A by the roots, root and branch, utterly, θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32; κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν E.Hipp.684, cf. Hdt.6.86.δ ; π. ἔφθαρται γένος S.El.765; [γένος] οἴχεται π. And.1.146; δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812; δίφρων π. ἐκριφθείς S.El.512 (lyr.); π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην Ar.Ra.587: neut. πρόρριζον as Adv., Arist.HA616a2 (prob.l.), Lyc.214.

Greek (Liddell-Scott)

πρόρριζος: -ον, (ῥίζα), ἐκ τῆς ῥίζης, μετὰ τῆς ῥίζης, παντελῶς, ἄρδην, Λατ. radicitus, funditus, θάμνοι πρ. πίπτουσι Ἰλ. Λ. 157., Ξ. 415· οὕτω, πολλοὺς ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Ἡρόδ. 1. 32· ἐτελεύτησε πρ. ὁ αὐτ. 3. 40· Ζεύς σ’... πρ. ἐκτρίψειεν Εὐρ. Ἱππ. 684, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 86, 4· πρ. ἔφθαρται γένος Σοφ. Ἠλ. 765, πρβλ. Ἀνδοκ. 19. 7· δαιμόνων ἱδρύματα πρ. ἐξανέστραπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· δίφρων πρ. ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· πρ. αὐτός... ἀπολοίμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 587· ― οὐδ. πρόρριζον, ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Λυκόφρ. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόρριζον· σὺν ταῖς ῥίζαις ἀνασπώμενον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
arraché avec la racine ; adv. • πρόρριζον ARSTT jusqu’à la racine ; fig. arraché jusqu’à la racine en parl. de pers., de races, etc.
Étymologie: πρό, ῥίζα.

English (Autenrieth)

(ῥίζα): with the roots, ‘root and branch,’ Il. 11.157 and Il. 14.415.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόρριζος, -ον, ΝΑ
1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος
2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε... πρόρριζον ἐκτρίψειεν», Ευρ.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πρόρριζον
άρδην, παντελώς.
επίρρ...
πρόρριζα Ν
1. με όλες τις ρίζες, σύρριζα
2. μτφ. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ρριζος (< ῥίζα)].

Greek Monotonic

πρόρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη ρίζα και τα κλαδιά, ολοκληρωτικός, Λατ. radicitus, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν, σε Ηρόδ.· ἐκτρίβειν, σε Ευρ.· πρόρριζος ἔφθαρται, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόρριζος -ον [πρό, ῥίζα] met wortel en al; overdr. volledig, totaal.