προσχρίμπτω: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχρίμπτω:''' Δωρ. ποτι-, μέλ. <i>-ψω</i>, [[έρχομαι]] κοντά, [[αγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσχρίμπτω:''' Δωρ. ποτι-, μέλ. <i>-ψω</i>, [[έρχομαι]] κοντά, [[αγγίζω]], [[πλησιάζω]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=doric ποτι fut. ψω<br />to [[come]] near, Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχρίμπτω Medium diacritics: προσχρίμπτω Low diacritics: προσχρίμπτω Capitals: ΠΡΟΣΧΡΙΜΠΤΩ
Transliteration A: proschrímptō Transliteration B: proschrimptō Transliteration C: proschrimpto Beta Code: prosxri/mptw

English (LSJ)

Ep. ποτι-,

   A touch, graze, Orph.L.53 (Med.).

German (Pape)

[Seite 789] daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52. daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52.

Greek (Liddell-Scott)

προσχρίμπτω: ἐγγίζω, ἐπιψαύω, Δωρικ. ποτιχρ-, κατὰ τὸν Δινδ. ἀντὶ ὠτὶ χρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 84, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 53.

Greek Monolingual

Α
ψαύω, αγγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χρίμπτω «πλησιάζω»].

Greek Monotonic

προσχρίμπτω: Δωρ. ποτι-, μέλ. -ψω, έρχομαι κοντά, αγγίζω, πλησιάζω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

doric ποτι fut. ψω
to come near, Aesch.